Η γριά και ο χάρος

Μια φορά ήταν μια γριά και κάθε πρωί έβγαινε στο δάσος και μάζευε ξύλα για τη φωτιά της και χορταράκια, για να φάει. Καθώς γύριζε μια μέρα φορτωμένη στον ώμο τα ξύλα και στην ποδιά της τα χόρτα, στο δρόμο συναντάει τον χάροντα. - Γεια και χαρά σου, χάροντα, του λέει, για ποιόν με το καλό; - Για του λόγου σου θειά, της λέει ο χάροντας. Άντε, ετοιμάσου να σε πάρω. - Τώρα, του λέει, να πάω σπίτι να ξεφορτωθώ και να ετοιμασθώ. Και για να 'χω καλό ρώτημα, σαν πώς θέλεις να ετοιμασθώ; - Όπως θέλεις εσύ, απαντάει ο χάροντας. Τότε η γριά πηγαίνει στο σπίτι, ανάβει το τζάκι και βάζει να βράσει τα χόρτα. Ύστερα έπιασε να ζημώσει ψωμιά, έφτιαξε και κουλούρια για συγχώρεση. Ύστερα έστρωσε τραπέζι και περίμενε να ψηθούν τα ψωμιά. Τότε παρουσιάσθηκε ο χάροντας και τη ρωτάει: - Ε, ετοιμάστηκες θειά; - Περιμένω γιε μου να βράσουν τα χόρτα, να ξεφουρνίσω το ψωμί και να φάμε. Δεν κάθεσαι και του λόγου σου να φας μαζί μου; - Μα δεν μ' έχεις κακία θειά, πού θα σου πάρω την ψυχή; - Μ...